- στιβαροῦ
- στιβαρόςstrongmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στιβαρότητα — η / στιβαρότης, ητος, ΝΜΑ [στιβαρός] η ιδιότητα τού στιβαρού, ισχύς, δύναμη, ρώμη αρχ. (ως προσωνυμία αξιωματούχου ή άρχοντα) σταθερότητα, ευστάθεια … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek